κρίκον

κρίκον
κρίκος
ring
masc acc sg
κρίζω
creak
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
κρίζω
creak
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έστωρ — (I) (Α ἕστωρ, ὁ) νεοελλ. μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή τού κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων αρχ. πάσσαλος στο άκρο τού ρυμού τού ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ όπου διέρχονται τα… …   Dictionary of Greek

  • κρίκα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κρίκον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κρίκος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”